Μπενεβέντο

Μπενεβέντο
(Benevento). Πόλη (61.400 κάτ.) της Ιταλίας στην Καμπανία, πρωτεύουσα της ομώνυμης διοικητικής περιφέρειας (2.071 τ. χλμ., 286.040 κάτ.). Ιστορία. Σύμφωνα με την παράδοση, ιδρυτής της ήταν ο Έλληνας ήρωας Διομήδης, γιος του Οδυσσέα και της Κίρκης. Αρχικά ονομαζόταν Μαλεβέντο, αλλά όταν οι Ρωμαίοι ίδρυσαν εκεί αποικία (268 π.Χ.) και τη μετονόμασαν σε Μ. Η πόλη είναι κυρίως γνωστή από τη φονική μάχη που έγινε εκεί το 275 π.Χ., στην οποία οι Ρωμαίοι νίκησαν τον βασιλιά της Ηπείρου Πύρρο. Το 571 μ.Χ. οι Λομβαρδοί ίδρυσαν το δουκάτο του M., που το 850 έγινε πριγκιπάτο και διατηρήθηκε έως το 1081. Toν ίδιο χρόνο, η γύρω περιοχή καταλήφθηκε από τον Ροβέρτο Γυϊσκάρδο, ενώ η πόλη πέρασε στην εξουσία του Πάπα, από τον οποίο αποσπάστηκε στα χρόνια του Ναπολέοντα A’, που απένειμε τον τίτλο του δούκα του Μ. στον Ταλεϊράνδο. Στο Μ. έχουν συγκληθεί διάφορες θρησκευτικές σύνοδοι, με κυριότερη από αυτές του 1087, στην οποία ο πάπας Βίκτωρ Γ’ επικύρωσε το ανάθεμα του αυτοκράτορα Ερρίκου Δ’ και του αντίπαπα Κλήμη. Σημαντική είναι και η μάχη που έγινε το 1266 στον ποταμό Καλόρε, σε μικρή απόσταση από την πόλη, στην οποία ο βασιλιάς των Δύο Σικελιών Μαμφρέδος νικήθηκε από τον Κάρολο του Aνζού. Στο Μ. σώζονται έως σήμερα λείψανα αξιόλογων μνημείων, όπως η μητρόπολη, ο ναός της Αγίας Σοφίας, η μαρμάρινη αψίδα του Τραϊανού κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • καμπάνια — I Μακεδονικό βαθύπεδο στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, μεταξύ των πόλεων της Βέροιας, της Νάουσας και της Έδεσσας, γνωστό και με την ονομασία πεδιάδα της Θεσσαλονίκης. Έχει μήκος 70 χλμ. και πλάτος 55 χλμ. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη προσχωσιγενή… …   Dictionary of Greek

  • καμπανιά — I Μακεδονικό βαθύπεδο στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, μεταξύ των πόλεων της Βέροιας, της Νάουσας και της Έδεσσας, γνωστό και με την ονομασία πεδιάδα της Θεσσαλονίκης. Έχει μήκος 70 χλμ. και πλάτος 55 χλμ. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη προσχωσιγενή… …   Dictionary of Greek

  • Ιανουάριος — I Ο πρώτος μήνας του γρηγοριανού ημερολογίου. Πήρε την ονομασία του από τον θεό των Ρωμαίων, Ιανό. Ο Νουμάς Πομπίλιος προσέθεσε τον Ι. στην ενδέκατη θέση στο έτος του Ρωμύλου, που μέχρι τότε απαρτιζόταν από δέκα μήνες. Ο Ι. άλλαξε πολλές φορές… …   Dictionary of Greek

  • ορείχαλκος — Δυαδικό κράμα χαλκού και ψευδάργυρου με περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο έως 50%. Ο βιομηχανικός ο. (περίπου 20 25% σε ψευδάργυρο) έχει χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, είναι πολύ συμπαγής, λεπτόκοκκος και μπορεί να υποστεί επεξεργασία εν θερμώ και εν… …   Dictionary of Greek

  • Αδαλγήσιος — (Αdalgise, τέλη 8ου αι.). Λομβαρδός ηγεμόνας. Το 774 ο Καρλομάγνος κατέλαβε την πρωτεύουσα του κράτους του Παβία και ο Α. κατέφυγε στην αυλή του Λέοντα Δ’ στην Κωνσταντινούπολη, όπου του δόθηκε o τίτλος του βασιλιά και του πατρίκιου. Ο Α. για να… …   Dictionary of Greek

  • Ανθεσφόρια — Αρχαία ελληνική γιορτή των λουλουδιών, την οποία τελούσαν προς τιμήν της Δήμητρας και της Περσεφόνης στην αρχή κάθε καλοκαιριού, οπότε πίστευαν ότι επέστρεφε η Περσεφόνη από τον Άδη στη μητέρα της. Τα A. τελούνταν στην Πελοπόννησο, την Κάτω… …   Dictionary of Greek

  • Απολλόδωρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σκιαγράφος (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος ζωγράφος. Επονομάστηκε σκιαγράφος επειδή θεωρείται ότι χρησιμοποιούσε διαβαθμίσεις της φωτοσκίασης, δίνοντας έτσι πλαστικότητα στις μορφές και στα αντικείμενα που ζωγράφιζε και …   Dictionary of Greek

  • Βίκτωρ — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησεστην Ιταλία την εποχή του Αντωνίνου (138 160).Η μνήμη του τιμάται στις 11 Νοεμβρίου. 2. Στρατηλάτης, γιος της Φωτεινής της Σαμαρείτιδας. Μαρτύρησε την εποχή του Νέρωνα (54 68). Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”